Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017


                " Α Π Ε Φ Ε Υ Γ Ε "

               
   

              
Οι θολωμένες γεύσεις στο μυαλό
σαν πέτρες στο στομάχι αγκομαχούν
με πόρτα ασφαλείας και συναγερμό
ασφάλισα τις σκεψεις,που ενοχλούν.

Όσα ευρώ αρκούν να ξεχρεώσουν
λογαριασμούς ζωής για το εδώ,
κατάφεραν το νου να υποχρεώσουν
να ξεχαστεί σ' έναν αδηφάγο οχετό.

Τα βήματα, χωρίς ρυθμό ανάσας
σ' ένα σώμα με λειψό ανοσοποιητικό,
δεθήκαν στην ουρά πούναι δικιά σας
για να γλυτώσουνε χρεών ξευτελισμό.

Απέφευγε η γλώσσα τον χαιρετισμό
σ' έναν υπάλληλο,που λες και ξεβραζόταν
απ' έναν αβυσσαλέο χρημάτων πακτωλό•
για να κερδίσει,εν τέλει,ένα ευχαριστώ.

Χίλια Ευχαριστώ,χωρίς μια καλημέρα•
"βιτρίνες εορτών,που σε λιγώνουν•
ενήλικοι τουρίστες,που απ' τη καλντέρα,
βουτούν στο όνειρο,αλλά βραχώνουν"

Έμεινα να κυττώ εμπρός μου στο ναό
ενάλιους αγγέλους,που' ψάλλαν ύμνους•
για έναν πλούτο,που υπέθαλπε η Θαλλώ•
"παλιρροϊκους παλμούς με μύδρους" 

Εκλεπτυσμένη η μορφή μου έγειρε
σ' ενα παγκάκι της γωνιάς βουβό•
μια καλημέρα ψέλλισε και έμεινε
στον κάδο απορριμμάτων τον στενό.

Στον κήπο το παρτέρι μου βογκάει•
αν έκοβα ανάρια δενδρολίβανο,
που λίγησε ,
να το απλώσω στο παγκάκι
που πονάει,
ίσως απέφευγε η ψυχή μου,
ό,τι προσκύνησε.

Με παρρησία μας κεντρώνουν
τις προλήψεις λογοκόποι•
ξεχαστήκαμε στη θαλπωρή του οχαδελφισμού•
μοιρολογίστρες καταφθάνουν
"στον κυκεώνα" με τραγούδι κοπετού
Νάτοι, γλεντοκοπούν,ως καιροσκόποι.

Μια αμφίθυμη προσήνεια ψυχών απ' το παγκάκι,
προκαλούσε•
μανιφέστα αλτρουισμού να θυμηθώ
Αναγκάστηκα•
ως πανάκεια ποδηγετών "η Λευτεριά"
τα χέρια μου κλειστά κρατούσε•
κι εγώ νωθρή,να τα πετάξω στο κουβά,
Ξεχάστηκα.

Στον κήπο το παρτέρι μας βογκάει•
αν κόβαμε ανάρια δενδρολίβανο,
που λίγησε ,
αν το απλώναμε στο παγκάκι
που πονάει•
ίσως η Ψυχή ν' απέφευγε ,
ό,τι προσκύνησε.

*Σοφία Σίβυλλα 17~12~2017*