Τα δάκρυά μου μύρο
και μυρτιά
Ελλαδα αναβλύζει
η ματιά
Δεν ταξείδεψα ποτέ σε μέρη
μακρινά
Ξέφευγα,
ως τη Φολέγανδρο,
τη Τζια,
στης Ανάφης τα σοκάκια
μύριζα Βασιλικά,
στων Κηθύρων τ' αμμοτόπια
ξενυχτούσα
αναμεσίς σε θαλασσόκρινους
ξυπνούσα•
σαν την δική τους την σπορά
πάντα γυρνούσα
σπόρος στη θάλασσα,
που αγαπούσα
Τον Απόλλωνα προσκυνούσα
σε Ιερά,
στης Δήλου σεργιανούσα
τα εμποριά,
συλλέγοντας ολημερίς πορφύρες
στα ρηχά μ' ένα σκαρί
κι ας έμπαζε
από παντού νερά
Χωρίς θαλασσοδάνεια
στην Οία
ακουμπούσα•
μ' ένα κρασί νυχτέρι
το φεγγάρι της
μεθούσα•
για μια Ερατώ στην Ρόδο,
που αγαπούσα
για χάρη της
όλα τα μπάρκα μου
ξεχνούσα
Γραίες μου μάθαιναν
στην Όλυμπο
αποβραδίς,
πώς να ζυμώνω
πρόσφορα
και ιερείς,
πώς
τον όρθρο,
να ψάλλω
στ' αναλόγιο
ασκεπής
Τ' απομεσήμερο
δροσοχαρής,υπό σκιά
στ' Ανώγεια
για μια Λεβεντογέννα
Κρητικιά,
έγραφα μαντινάδες
κάτω απ' την μουριά,
τρώγοντας μαραθόπιτες,
που έψηνε για μένα ειδικά!
και χόρευα με Λυράρηδες,
πίναμε αντάμα τσικουδιά
Στης Λευκάδας βρέθηκα
τα χωριά•
βάλθηκα ν' απομνημονεύω
τα κοφτά,
χωρίς βελόνα
πάνω στον καμβά•
για τα κεντίδια
του Αγιοπότηρου
τα σεμνά !
Μάζευα γλυφό νερό
απ' την Ύδρα
να το πάω στα Ψαρά•
κι ό,τι περίσσευε
σταλαματιά σταλαματιά
το έσταζα
σ' αναρριχόμενες
πικραγγουριές,
στης Φολεγάνδρου
τις ξερολιθιές
Δυό κόμπους έδενα
το μαντήλι μου
στο ιδρωμένο μέτωπο
τα πρωϊνά•
για να θυμάμαι κάθε
αστροπαλιά
το χάδι από μια Βέργα
Καλαματιανιά
Ναυλώνω το όνειρο,
σαλπάρω στ' ανοιχτά!
Την Χοζοβιώτισσα
πάω να προσκυνήσω
Παναγιά•
γόνα το γόνα
ανεβαίνω
την βραχοσκαλιά,
ολονυχτίς
να ψάλλω
στ' αναλόγιο,
χωρίς παππά
Ωσπου ένα βράδυ
στο πανηγύρι τ' Αϊ Λιά
μ' ένα μπάλο,
που τον χόρεψες
αργά αργά,
ξετίλυξες το μίτο
απ' το κουβάρι μου
χαϊδευτικά!
Έγινα ο βράχος σου
κι εσύ
η θάλασσα η πλατιά
Στης Μήλου το λιμάνι
βάλθηκα
να ψάχνω μια Αφροδίτη
στα τυφλά ,
όταν πεφωτισμένη απ' τον
Απόλλωνα
η Σίβυλλα χρησμοδοτούσε
με λόγια ιερά
«Με μολόχες και λαψάνες
δεν ξοφλούνται δανεικά »
Κι απέμεινα Ακτήμων
Παναγιά
στου Άθου την σκιά•
με τον Παππαδιαμάντη
αντάμα
ν' αφουγκράζομαι,
πώς είναι δυνατόν
μια γλαύκα ν' αλυχτά!
ένας κόκκος άμμου,
πώς γίνεται
μέσα από θαλασσοσπηλιά
να μου μιλά !
Και νάμαι
στην Μονεμβασιά!
με του σχολείου
τα παιδιά,
ένα γύρω στην παραστιά•
να ψήνουμε ρεβύθια
στη φωτιά
κι η πένα,
χωρίς σπίθες
χωρίς σπίθες
να βγάζει
πυρκαγιά
Απομεσήμερο και βρέθηκα στης Εύβοιας τ' αχινοτόπια!
φλόγες με βγάλαν
στην στεριά,
λαμπάδιασαν οι πεύκες,
καμμένα σπίτια,
ζώα αλαφιασμένα
γέμισαν οι δρόμοι
κι άψυχα κορμιά
Ρέει διάφανο
το δάκρυ μου
μαστίχη
και μυρτιά
Απ' του Άθου την σκιά
κυττώ κατά τον Βορρά,
γέρνω προς τον Νοτιά
Κράζω
για ν' ακουστεί σ' όλη την γή
η αντιλαλιά
Βόήθα μας!
βόηθα ξανά!
Γοργοϋπήκοε
κι Εσύ
Αμοργιανή μου
Παναγιά !
Σοφία Σίβυλλα🌍°°°ΣΣ°°°🌍10-10-2018/20-8-2022/30-8-2022