Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

Άργησες πατέρα

             « Άργησες Πατέρα !!!! »
Άργησες να γυρίσεις απόψε Πατέρα•
Ξεχάστηκες στ' αμπέλι απ' το πρωΐ
μ' ένα ξεροκόματο και λιγοστό τυρί
κι η μάνα στο κατόϊ ετοίμασε αναρή

Άργησες να γυρίσεις απόψε Πατέρα•

ανέβασα μόνη απ' το πηγάδι
το νερό
να πιεις,πριν πλυθείς,πούναι δροσερό
κι έχω σερβίρει τσιπουράκι
με γλυκό

Άργησες να γυρίσεις απόψε Πατέρα•

τάϊσα τα περιστέρια σου 
από νωρίς
τις κόττες,τα κουνέλια και
τον κρις
που 'μαθε να τσιμπά,
πριν να τον δει κανείς

Άργησες να γυρίσεις απόψε Πατέρα•

κι έχει αρχίσει ν' αλιχτάει το σκυλί
ο γκιώνης έχει κρυφτεί σ' ένα κλωνί
κι όλο κλαίει στης πεύκας την αυλή

Άργησες να γυρίσεις απόψε Πατέρα•

Να δεις πώς κοκκινίσαν οι ντομάτες
πώς ξέχωνε η μάνα σήμερα πατάτες
ο ποντικός,πώς ξέφυγε
απ' τις γάτες

Άργησες να γυρίσεις απόψε Πατέρα•

έφερα στ' απολυτήριο ένα δεκαράκι
με ένδειξη στη διαγωγή "κοσμιοτάτη"•
για σένα πατερούλη 
σαν δωράκι

Αργησες να γυρίσεις απόψε Πατέρα•

κι έχει στο φανάρι κολοκυθοανθούς•
τους μαγείρευε η μητέρα
με λυγμούς,
γιατί βρήκε στο κήπο τρύπα απ' ασβούς

Άργησες να γυρίσεις κι απόψε Πατέρα!

κι έχει μαγκώσει του ποδηλάτου η αλυσίδα
να την διορθώσεις,
πριν πάω για εφημερίδα,
γιατί κλείνει το περίπτερο
του Λεωνίδα

Άργησες να γυρίσεις απόψε Πατέρα•

ν' ακούσεις τις πένθιμες καμπάνες!
πώς χτυπούσαν τα κουπιά ψαράδες!
να δεις τις σούζες μου στις αλάνες

Άργησες να γυρίσεις απόψε Πατέρα•

και με φοβίζουν πια τα μοιρολόγια
για τις Πρέσπες,την Μακεδονία,
του Έβρου τις ροές,
του Αιγαίου τις βουές
με λέξεις,που ηχούν
σαν κομπολόγια
χωρίς των παππούδων
ευχολόγια

Άργησες να γυρίσεις κι απόψε Πατέρα!

να δεις,
πώς έπαιξα θεατράκι
στην πλατεία!

Ν' αφουγκραστώ
λόγια σοφά
μέσα απ' της απλότης σου
τ' αστεία,που η ψυχή μου δεν ξεχνά:
«ενώ τα έθνη γράφουν ιστορία•
η μαμά σου απ' την κουτσομπόλα*
κι οι πολιτικοί απ' τα θεωρεία,
μαγειρεύουν με μαεστρία,
ενώ εσύ μικρή δεν χάνεις ευκαιρία
να ψάχνεις χειροκρότημα
στην πλατεία»

 Δεν θα γυρίσεις το ξέρω Πατέρα!
Στ' όνειρο ήλθες ξανά με συμβουλές•
κι έναν όρκο πάλι μου θύμησες•
«να φροντιζω τ' αμπέλι,
που φύτεψες•
να σου φέρνω
απ' το κρασί του 
στον τόπο,
που εμίσεψες»

Καλή αντάμωση Πατέρα !


ΣοφίαΣίβυλλα🌍•••ΣΣ•••🌍18-4-2018/21-6-2020/18/6/ 2023

*Η κουτσομπόλα στη δεκαετία του 70,80 ήταν έπιπλο: ξύλινο τραπεζάκι για την τοποθέτηση του τηλεφώνου με συνδεδεμένη δίπλα του μια μικρή πολυθρόνα,ούτως ώστε να μην κουράζεται νοικοκυρά ή όποιος ήθελε να πει περισσότερα στο τηλέφωνο 😉

Κυριακή 17 Ιουνίου 2018

           
  •             Βροχή 

  • Την βροχή,που κόπασε ψάχνω!
  • Κι έχει ανεμώνες ο κήπος !

    Δεν μ' αφήνουν να δω
    πιο πέρα
  • το ποτάμι,
    που μέσα μου
    κυλά•

    Κυττώ αν έχει σταγόνες
    η βροχή,
  • σαν αυτές,
    που μ' αξιώνουν
    να ποτίζω ανεμώνες!

    Κι αυτό απαλύνει ασκητικά
    την γεύση του απόβροχου•

    Ανθός θαλασσινής αύρας
    ακούμπησε
    ένα γιασεμί και
     μια γεντιανή•
  • ψίθυροι αγριολούλουδων
    άγγιξαν
    την μοναξιά της ιαχής τους•

    Γλύκαναν μετά !

    Και για όλα αυτά !
    αιτία ήταν η εποχή
  • της ανθοφορίας,
  • που έψαχνε εμένα
  • και την μοναξιά,
    μα δε μας βρήκε
  • αντάμα

    ☔Σοφία Σίβυλλα 17-4-2017
  •          🌍°°°ΣΣ°°°🌍

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018




                                                Τί φαγούρα !!! Τί μουρμούρα !!!
       

 

« *Τί φαγούρα;Τί μουρμούρα* ;»

Ξεκίνησες τη μουρμούρα απ' το πρωϊ
σ' άκουσε όλη χώρα,μαζί και το παιδί
μάρτυς μου η γριά φώκια απ' τον Ορνό
ζαργάνες κυνηγούσα πάνω στον αφρό

Στήσανε τρελό χορό απ' το δειλινό
ξεγελάστηκα κι εγώ μ' άλλους οκτώ
ξενομερίτες καλεσμένους από χθες
στης προξενήτρας μας για παντριές

Μεθύσαμε οι γαμπροί κι οι κουμπάροι
πελεκάνοι,πούχαν έρθει απ' το Μπάρι
κι ήθελαν χωρίς φτερό να κουνηθεί
τις αγκούσες να γεμίσουν με τροφή

Ευτυχώς!κορίτσια του επί κοντώ
δε ξέχασαν κι εμέναν τον φτωχό
μου χαρίσαν δώδεκα γιαλιστερές
ζαργανούλες που 'ταν θροφαντές

Τσίμπησαν κ' οι άλλοι όλο ντέρτια
ήλθε και μια φώκια πούχε κέφια
ψάρεψε χταπόδια απ' την Ψαρού
πεσκέσι για τις νύφες του Γιαλού

Πέρασε κι ένας ξιφίας μυταράς
και έγινε στις βάρκες σαματάς•
μάλωναν ποιός θα τον ανεβάσει
ξέφυγε,όμως κι ήρθε να κεράσει

Έφερε μαζί του μια τσαμπούνα
κι άρχισε να τραγουδά η τούνα
φάγαμε ντόπιους μπακαλιάρους
κράτησα κι γι' εσένα δύο χάνους

Ήπιαμε δεν λέω κάτι παραπάνω
πιάστηκα να χορεύω κι εγώ μπάλο
ξελογιάστηκα απ'τις ομορφούλες•
νύφες ήταν,χορεύανε με φούρλες

Μεθύσαμε,που λες όλοι οι γλάροι
κι όταν την αυγή σβήνανε οι φάροι
είδαμε πως έλειπαν όλες οι νύφες
που κλέψανε δυό γλαριά αλήτες

Ξεμέθυστοι τους ψάχναμε στα βράχια
μα είδαμε τις είχαν αγκαλιά βατράχια•
τις νύφες μας,είπαν κέρδισαν σε ζάρια
από ξεμέθυστους γλάρους σε παζάρια

Γι αυτό λέω κόψε πλεον την μουρμούρα
δε μας μένει χρόνος τώρα για φαγούρα
ξαναφεύγουμε για ψάρεμα στις λίμνες
πριν μας φάνε οι πελεκάνοι σαν γαρίδες

Σοφία Σίβυλλα🌍°°°ΣΣ°°°🌍15-6-2008