Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

ΑΓΩΝΊΑ

                                          ΑΓΩΝΊΑ
                     

     « Α Γ Ω Ν Ι Α »

Το τέλι μου κόπηκε

Ο τροχός μου γυρίζει γρήγορα

Έχω μέρες,που πολεμάω το σχήμα

Το νερό σώνεται στο κολύφι σιγά σιγά

Και δεν υπάρχει ψυχή να μου το γεμίσει

Στερέψαν φωνάζουν οι πηγές τους!
Ούτε να ξεδιψάσουν φτάνει

Αν σταματήσω το γύρισμα
δεν θα πετύχει το σχήμα

Ο πηλός στο πανωτρόχι άρχισε να στεγνώνει•
θάναι κρίμα να πεθάνει

Και το χέρι μου δεν υπακούει στην πελεκούδα,              όπως παλιά !

Τα μαραγκούδικα έκλεισαν!
Πάλι,χωρίς φρούσουλα απέμεινα

Κακή χρονιά φέτος για τα περβόλια•
ούτε πυρήνα θάχουν στο λιοτρίβι

Κι ο πηλός έφτασε με καΐκι απ' την Αίγινα! 
Τί θ' απογίνει τώρα τόσος πηλός!

Η μέση μου πάλι δεν λέει να 'μερέψει !
Αν είχα μαζεψει ξύλα απ' το Καταφύκι!

Τί θα κερνάω τώρα το καμίνι μου,                            που 'μαθε κι αυτό να τρώει μέχρι να σκάσει!

Δεν βλέπω να ξαναβγαίνει μαύρος καπνός
απ' το καμίνι μου!
Απ' το μεσοκαμίνιασμα προβλέπω
να με χαιρετά ! 

Θα ξεμείνουν οι κυράδες από στάμνες,
τα σπίτια από τσικάλια
κι οι καμινάδες από φλάρους

Κι εγώ θ' απομείνω με το φτερό,το καρφί
και την τσατσάρα στο χέρι

Άσχημος προβλέπεται τούτος ο Χειμώνας
στην Ερμιονίδα !

Σοφία Σίβυλλα🌍°°°ΣΣ°°°🌍20-10-2018/26-5-2020/ 27/8/2021
Σημείωση:
Η πελεκούδα: ξύλινο μικρό εργαλείο που βοηθά στη μορφοποίηση του αντικειμένου
Το κολύφι: τσουκάλι γεμάτο νερό μπροστά στον τροχό,που βρέχει τα χέρια του ο τεχνίτης
Το τέλι: λεπτό σύρμα ή τρίχα,που κόβει το κεραμικό για να το σηκώσει από τον τροχό
Το φτερό,η τσατσάρα και το Καρφί ήτανε τα εργαλεία με  τα οποία  οι τεχνίτες έκαναν τα σχέδια στα πήλινα αγγεία

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

           « Απριλομαργαρίτες »
Απρίλιος,που σ' έχασα στων λουλουδιών την φέξη
Απρίλη,που ξεθώριασε η μυστική μου σκέψη 
Οι κουτσουπιές σε πρόδωσαν,πως έγινες κοτσίφι
ν' αποζητάς από νυκτός κλαρί κλαρί υποψηφία νύφη

Ολημερίς κι ολονυχτίς βαρέθηκαν να σε ακούν
που άδεις στις πεύκες των αυλών,
όπου κορίτσια όμορφα μαθαίνουν να κεντούν
κοτσύφια στις τρέσες των προικιών•
πώς έχασες τον μπούσουλα σε νότες τραγουδιών
για μιας κιτρινομύτησας στο σκέρτσο των ματιών

Δεν θα παινέψω της τέχνης σου λάγνο αναβολικό
Για αυτό Θα βγω κι εγώ εις το βουνό
σαν πέρδικα να τραγουδώ
κι ανάρια ανάρια στους βράχους,που πατώ
θάβρω μικρό βοσκόπουλο να τραγουδά
με της φλογέρας τον σκοπό

Με το σιγόντο μου θα του κρατώ το ίσο
όταν για ’ σένα θα τραγουδψώ,
πως δεν θα ξαναγυρίσω 

          Απρίλη βγήκες στα κλαδιά 
          Απρίλη βγαίνω στα βουνά
          Απριλομαργαρίτες θα μαδώ
          Απρίλη,που 'μαθα το μυστικό
          Πως δεν μ'αγαπάς,που σ' αγαπώ

Σοφία Σίβυλλα🌍°°°ΣΣ°°°🌍1-4-2018/1-4-2020
Ο πίνακας είναι φιλοτεχνημένος από τον Γεώργιο Σταθόπουλο 
       
                                                             Η Λ Ε Κ Τ Ρ Α
                   
     
              « ΗΛΕΚΤΡΑ »
Με άνθη στόλιζε τα μαλλιά της η Ηλέκτρα
με ύφος καρδινάλιου ψήλωνε δυό μέτρα
μα στον καθρέφτη ήθελε σκαλί ν' ανεβεί
τ' όμορφο προσωπάκι της για να το δεί

Ενα Μάη,που έκλεινε Πρωτομαγιά τα δέκα
Μ' ένα στεφάνι μαργαρίτες στα μαλλιά της η Ηλέκτρα
στους φίλους της με καμάρι έδειχνε τις δυό κοτσίδες
που έλεγε πώς θα έκοβε μόνο αν θα κολλούσε ψείρες

Δεν φαντάστηκε,όμως,ποτέ η αθώα μας καρδιοκλέφτρα
πώς παραμόνευε ~την στιγμή~ μια ψειρού ψεύτρα
φιλεναδούλα της με κοντά μαλλιά, ξερακιανή
για να της κλέψει τον Ανδρέα της τον ντελικανή

Όταν είδε να της χαϊδεύει το χεράκι τρυφερά
ξύπνησε η ζήλεια που 'κρυβε μέσα της
απ' τα επτά,
χωρίς να υπολογίσει,πόσες φορές με μπαμπεσσιές
αντέγραφε απ'τις έκθεσεις της Ηλέκτρας ιδέες υψηλές

Άπλωνε αγκαλιές στην απονήρευτη εορτάζουσα
της χαϊδευε με δέος τη κόμη την ξανθή θαυμάζουσα
του φόρεμά της το λευκο γιακά και το φουρό•
την φωτογράφισε για τελευταία φορά με κινητό

Μια μέρα δεν άντεξε απ' του κνησμού την ζάλη
κι έγειρε το κεφαλάκι της στου θρανίου την αγκάλη •
εκοιμήθη η Ηλέκτρα μας,είπε ο Δάσκαλος στα παιδιά•
ήταν αλλεργική στα τρωκτικά,δεν θα ξυπνήσει πια

Σοφία Σίβυλλα🌍°°°ΣΣ°°°🌍3-5-2018

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018


     *Κλαίω*

Τα δάκρυά μου μύρο και μυρτιά
Ελλαδα αναβλύζει η ματιά

Δεν ταξείδεψα ποτέ σε μέρη μακρινά
Ξέφευγα ως τη Φολέγανδρο,τη Τζια,
στης Ανάφης τα σοκκάκια μύριζα Βασιλικά

Στων Κηθύρων τ' αμμοτόπια ξενυχτούσα
αναμεσίς σε θαλασσόκρινους ξυπνούσα
Σαν την δική τους την σπορά
πάντα γυρνούσα
σπόρος στη θάλασσα,που αγαπούσα

Τον Απόλλωνα προσκυνούσα σε Ιερά
Στης Δήλου σεργιανούσα τα εμποριά
μάζευα ολημερίς πορφύρες στα ρηχά
μ' ένα σκαρί κι ας εμπαζε από παντού νερά

Χωρίς θαλασσοδάνεια στην Οία
άκουμπούσα
Μ' ένα κρασί νυχτέρι
και το φεγγάρι της μεθούσα
Για μια Ερατώ στην Ρόδο,
που αγαπούσα
για χάρη της
όλα τα μπάρκα μου ξεχνούσα

Γραίες μου μάθαιναν
στην Όλυμπο αποβραδίς
πώς να ζυμώνω προσφορά
και ιερείς
τον όρθρο,
πώς να ψάλλω στ' αναλόγιο ασκεπής

Τ' απομεσήμερο δροσοχαρής υπό σκιά
στ' Ανώγεια για μια Λεβεντογέννα
Κρητικιά
έγραφα μαντινάδες κάτω απ' την μουριά
χόρευα με Λυράρηδες
κι έπινα μαζί τους τσικουδιά

Στης Λευκάδας βρέθηκα τα χωριά
Βάλθηκα ν' απομνημονεύω τα κοφτά
χωρίς βελόνα πάνω στον καμβά
για τα κεντίδια του Αγιοπότηρου
τα σεμνά

Μάζευα γλυφό νερό απ' την Ύδρα
να το πάω στα Ψαρά
και ό,τι περίσσευε
σταλαματιά σταλαματιά
το έσταζα
σ' αναρριχόμενες πικραγγουριές
στης Φολεγάνδρου τις ξερολιθιές.

Δυό κόμπους μου έδενα το μαντήλι
στο ιδρωμένο μέτωπο τα πρωϊνά
για να  θυμάμαι κάποια αστροπαλιά
το χάδι από μια Βέργα Καλαματιανά

Ναυλώνω τ' όνειρο,
σαλπάρω στ' ανοιχτά
Την Χρυσοβιτσιώτισσα πάω
να προσκηνήσω Παναγιά
γόνα το γόνα ανεβαίνω
την βραχοσκαλιά
ολονυχτίς να ψάλλω στ' αναλόγιο
χωρίς παππά

Ωσπου ένα βράδυ
στο πανηγύρι τ' Αϊ Λιά
μ' ένα μπάλο,που τον χόρεψες
αργά αργά,
ξετύλιξες το μίτο απ' το κουβάρι μου
χαϊδευτικά
έγινα ο βράχος σου κι εσύ η θάλασσα η
πλατιά

Στης Μήλου το λιμάνι βάλθηκα
να ψάχνω μια Αφροδίτη στα τυφλά
Ενώ πεφωτισμένη απ' τον Απόλλωνα
η Σίβυλλα χρησμοδοτούσε
με λόγια ιερά
« Με μολόχες και λαψάνες
*δεν ξοφλούνται δανεικά »

Κι απέμεινα Ακτήμων Παναγιά
στου Άθου την σκιά
με τον Παππαδιαμάντη αντάμα
ν' αφουγκράζομαι,πώς γίνεται
μια γλαύκα ν' αλυχτά,
ένας κόκκος άμμου να μιλά
μέσα από θαλασσοσπηλιά;

Και νάμαι στην Μονεμβασιά
με του σχολείου τα παιδιά
ένα γύρω στη παραστιά
να ψήνουμε ρεβύθια
στη φωτιά
κι η πένα χωρίς σπίθες
να βγάζει πυρκαγιά

Απομεσήμερο και βρέθηκα
σ' αχινοτόπια!
φλόγες με βγάλαν στην στεριά,
λαμπάδιασαν οι πεύκες•
καμμένα σπίτια
γέμισαν οι δρόμοι
κι άψυχα κορμιά

Ρέει διάφανο το δάκρυ μου
μαστίχη και μυρτιά

Απ' του Άθου την σκιά
κυττώ κατά τον Βορρά
γέρνω προς τον νοτιά
κράζω
για ν' ακουστεί η αντιλαλιά
βοήθα μας,βόηθα ξανά
Γοργοϋπήκοε κι Εσύ
Αμοργιανή μου Παναγιά !

Σοφία Σίβυλλα🌍°°°ΣΣ°°°🌍10-10-2018
       

              

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2018

Κλαίς;

                                          « Κ λ α ί ς »
           « Κλαίς; »
Τα δάκρυά σου έσταξαν στη γη!
στο πρόσωπο σου,που θρηνεί
ποτάμια ρέουν σ' αυλακιές
μνήμες,που χάραξαν πληγές

Τα δάκρυά σου έσταξαν στη γη!
ποίων οδυνών φρέαρ αιμορραγεί;
Μάνα, που ο πόνος δεν σε μέρεψε
Θάρρος,που άλγος δε το στέρεψε!

Τα δάκρυά σου έσταξαν στη γη!
στης κρίσης τη χίμαιρα υποταγή;
Μάνα κλείσε τα μάτια να μην δεις
ό,τι σε πόνεσε απ'το χθες,που ζεις

Σου πήραν το μαντήλι υποτακτικοί
Τα δάκρυά σου έσταξαν στη γη!
Τ' άσπρο μαντήλι είναι της χαράς
μάζεψέ τα με το μαύρο,που φοράς!

Τα δάκρυά σου έσταξαν στην γη 
Πόνεσε η Παναγιά,κλαίει κι Αυτή
Ήρθαν ημέρες μισεμών για εμάς
δεν φταις, που αγάπη μας κερνάς

Μάνα τα δάκρυα,που μάζεψες Εσύ
ας μείνουν φυλαχτό για το παιδί !
Θάρθει καιρός να μάθουν τα εγγόνια
πώς ν'ακουμπούν πάνω τους,αιώνια

Μάνα τα δάκρυά σου έσταξαν στη γη
ποτίστηκε,της έδωσες ξανά Ζωή
Τα ποτάμια της γεμίζουν κι οι πηγές
το μύρο σου αναβλύζουν,όταν κλαις

Σοφία Σίβυλλα🌍°°°ΣΣ°°°🌍3-10-2018