« Φωτεινή Παρασκευή »
Ξημέρωσε,φως,κραυγές
"Μαύρη Παρασκευή" •
Χιλιάδες περαστικοί
ψάχνουν,αν είμαι αληθινή
Το δάκρυ μου βαθύ
Ο περιπτεράς πίνοντας
το τσάϊ του ζεστό
με κοίταξε ρευόμενος,
χωρίς ενδοιασμό•
με θώπευσε να δει,
αν είχα πυρετό•
κάνοντας αέρα
μ'έναν της ΔΕΗ
λογαριασμό
Ο κουρέας στη γωνία
έκοβε βόλτες στον πεζόδρομο
μ' αγωνία,
κοιτάζοντας στα χέρια
την κόρη του Ηλία,
που 'φερνε φαγητό
απ' την εκκλησία
"Με γίγαντες πλακί"
του είπε καλημέρα !
Συνέχισε το δρόμο της,
ως λίγο παραπέρα
και στάθηκε να κάνει
σε μια γιαγιά παρέα,
που κάθε μέρα έψαχνε
έναν γυιό Ανδρέα
Την τύλιξε στο σάλι της,
όπως κάθε πρωΐ•
της έδωσε τσάϊ ζεστό
κι ένα γλυκό φιλί•
το φαγητό της άφησε
σαν κόρη στοργική•
βήματαν την οδήγησαν
στο σπίτι του Κωστή
Άπλωσε το χέρι της
στήριξε το παιδί
κι άρχισε να δίνει πόδια
στο άψυχο κορμί•
Δυό οι ρόδες του Κωστή
δυό τα χέρια της με ψυχή
έδωσαν χρώμα ανθρωπιάς
σε μια διαδρομή
Πιο πέρα τους περίμενε ορθή
η Σεβαστή
τους έδώσε μπουγάτσα Ελληνική
Χάϊδεψε το κεφαλάκι του χαμογελαστή•
του άνοιξε η όρεξη
χάρηκε η Αγγελική
Χαμογελαστοί έφθασαν
τον πάγκο του Αρτέμη•
Είναι πολύτεκνος κι όμως
τα καταφέρνει•
κηροστάλαξε απ'το πρωΐ μπανάνες να πουλά
κι απ' το κρύο τρέμει•
μα στον Κωστή δεν θ' αρνηθεί
μια αγκαλιά θερμή
Τους φίλεψε μπανάνες
και τους δύο•
έφυγαν απ' τον πάγκο του
μ' ένα χορατό•
ακούστηκε το γέλιο τους,
ως εδώ•
Τα δάκρυα απ' τα μάτια μου
δεν ρέουν πλέον μαύρα
Ζώνομαι φωτοστέφανο
κι ας μην έχω κάδρα
Επίγειων Αγγέλων
λούζομαι την αύρα•
Σε Παραδείσους
με ταξειδεύουν
δίχως ναύλα
Σοφία Σίβυλλα🌍°°°ΣΣ°°°🌍28~11~2017 // 29-11~2019
Golden Tears – Gustav Klimt
Ξημέρωσε,φως,κραυγές
"Μαύρη Παρασκευή" •
Χιλιάδες περαστικοί
ψάχνουν,αν είμαι αληθινή
Το δάκρυ μου βαθύ
Ο περιπτεράς πίνοντας
το τσάϊ του ζεστό
με κοίταξε ρευόμενος,
χωρίς ενδοιασμό•
με θώπευσε να δει,
αν είχα πυρετό•
κάνοντας αέρα
μ'έναν της ΔΕΗ
λογαριασμό
Ο κουρέας στη γωνία
έκοβε βόλτες στον πεζόδρομο
μ' αγωνία,
κοιτάζοντας στα χέρια
την κόρη του Ηλία,
που 'φερνε φαγητό
απ' την εκκλησία
"Με γίγαντες πλακί"
του είπε καλημέρα !
Συνέχισε το δρόμο της,
ως λίγο παραπέρα
και στάθηκε να κάνει
σε μια γιαγιά παρέα,
που κάθε μέρα έψαχνε
έναν γυιό Ανδρέα
Την τύλιξε στο σάλι της,
όπως κάθε πρωΐ•
της έδωσε τσάϊ ζεστό
κι ένα γλυκό φιλί•
το φαγητό της άφησε
σαν κόρη στοργική•
βήματαν την οδήγησαν
στο σπίτι του Κωστή
Άπλωσε το χέρι της
στήριξε το παιδί
κι άρχισε να δίνει πόδια
στο άψυχο κορμί•
Δυό οι ρόδες του Κωστή
δυό τα χέρια της με ψυχή
έδωσαν χρώμα ανθρωπιάς
σε μια διαδρομή
Πιο πέρα τους περίμενε ορθή
η Σεβαστή
τους έδώσε μπουγάτσα Ελληνική
Χάϊδεψε το κεφαλάκι του χαμογελαστή•
του άνοιξε η όρεξη
χάρηκε η Αγγελική
Χαμογελαστοί έφθασαν
τον πάγκο του Αρτέμη•
Είναι πολύτεκνος κι όμως
τα καταφέρνει•
κηροστάλαξε απ'το πρωΐ μπανάνες να πουλά
κι απ' το κρύο τρέμει•
μα στον Κωστή δεν θ' αρνηθεί
μια αγκαλιά θερμή
Τους φίλεψε μπανάνες
και τους δύο•
έφυγαν απ' τον πάγκο του
μ' ένα χορατό•
ακούστηκε το γέλιο τους,
ως εδώ•
Τα δάκρυα απ' τα μάτια μου
δεν ρέουν πλέον μαύρα
Ζώνομαι φωτοστέφανο
κι ας μην έχω κάδρα
Επίγειων Αγγέλων
λούζομαι την αύρα•
Σε Παραδείσους
με ταξειδεύουν
δίχως ναύλα
Σοφία Σίβυλλα🌍°°°ΣΣ°°°🌍28~11~2017 // 29-11~2019
Golden Tears – Gustav Klimt